- απότηξις
- (-εως) η плавление, расплавление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απότηξις — ἀπότηξις, η (Α) πλήρης τήξη … Dictionary of Greek
ἀπότηξις — melting away fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτήξει — ἀπότηξις melting away fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποτήξεϊ , ἀπότηξις melting away fem dat sg (epic) ἀπότηξις melting away fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτήξιος — ἀπότηξις melting away fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότηξιν — ἀπότηξις melting away fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτήξεως — ἀποτήξεω̆ς , ἀπότηξις melting away fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)